ορνιθοπεδη

ορνιθοπεδη
    ὀρνιθοπέδη
    ὀρνῑθο-πέδη
    ἥ птичья западня или силок Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορνιθοπεδη" в других словарях:

  • ορνιθοπέδη — ὀρνιθοπέδη, ἡ (Μ) παγίδα πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις , ιθος + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη] …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθοπέδας — ὀρνῑθοπέδᾱς , ὀρνιθοπέδη snare for birds fem acc pl ὀρνῑθοπέδᾱς , ὀρνιθοπέδη snare for birds fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»